ἐπίκυρτον

ἐπίκυρτον
ἐπίκυρτος
arched
masc/fem acc sg
ἐπίκυρτος
arched
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επίκυρτος — η, ο (AM ἐπίκυρτος, ον) [κυρτός] κυρτός προς τα κάτω ή προς τα εμπρός, σκυφτός νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο επίκυρτος 1. φυσόστομος ιχθύς τής οικογένειας τών σαλμωνιδών 2. κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας τών δασκυλλιδών αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”